- κρυψίγαμος
- -η, -οαυτός που έκανε κρυφό γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτ[ο]-) + -γάμος (< γαμῶ), πρβλ. ά-γαμος, εξώγαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυψιγαμία — η (Μ κρυψιγαμία) [κρυψίγαμος] κρυφός γάμος, κλεψιγαμία* … Dictionary of Greek